- ὑποταγήν
- ὑποταγήsubordinationfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
повиновениѥ — ПОВИНОВЕНИ|Ѥ (39), ˫А с. Подчинение, покорность, повиновение: покорениѥ же ѥго и повиновениѥ къто исповѣсть. ѥже сътѧжа въ ѹчении своѥмъ. не тъкмо же къ ѹчителю своѥмѹ нъ и къ всѣмъ ѹчащимъсѧ. ЖФП XII, 28а; ты же мнишьствѹ˫а дерзнеши палицею.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
повиноватисѧ — ПОВИН|ОВАТИСѦ (151), ОУЮСѦ, ОУѤТЬСѦ гл. Подчиняться, покоряться, повиноваться: тѣмъ ѡвѣмъ ѹбо ѥже ѡ велѣнии гл҃ати и расѹжати. тобѣ же въслѣдовати тъкмо и повиноватис˫а повелѣно. (πείϑεσϑαι) ЖФСт к. XII, 114; главьноѥ мѹчениѥ ѿ || закона… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
προσηγορία — η, ΝΜΑ [προσήγορος] ονομασία, επωνυμία, χαρακτηρισμός που δίνεται σε κάποιον ή κάτι («ἔχουσαν τὴν προσηγορίαν ἀπ αὐτοῡ τοῡ συμπτώματος», Πολ.) μσν. αρχ. 1. φιλικός χαιρετισμός, προσφώνηση («ἤπιά σοι πρὸς τοὺς ἀπαντώντας ἔστω τὰ ῥήματα καὶ… … Dictionary of Greek
υποταγή — η / ὑποταγή, ΝΜΑ [ὑποτάσσω] 1. καθυπόταξη, υποδούλωση (α. «η υποταγή τών ασθενεστέρων στους ισχυρούς» β. «ἡ ἄνευ κινδύνου ὑποταγή», Δίον. Αλ.) 2. εκούσια συγκατάθεση, υπακοή (α. «δοξάζοντες τὸν Θεὸν ἐπὶ τῇ ὑποταγῇ τῆς ὁμολογίας ὑμῶν εἰς τὸ… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος Ε’ — (Γεώργιος Αγγελόπουλος, Δημητσάνα, Αρκαδία 1746 – Κωνσταντινούπολη 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Γ., μολονότι καταγόταν από φτωχή οικογένεια, κατάφερε να σπουδάσει, αρχικά στο σχολείο της πατρίδας του και αργότερα στις σχολές της Αθήνας … Dictionary of Greek
Σταμάτης, Κωνσταντίνος — Λόγιος, δημοσιογράφος και διπλωμάτης στην υπηρεσία της Γαλλίας (Κωνσταντινούπολη 1764 Τσιβιταβέκια 1817). Μετά τις εγκύκλιες σπουδές του στην Πόλη και στο Βουκουρέστι πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει ιατρική (1786). Έζησε τη Γαλλική Επανάσταση,… … Dictionary of Greek